- μελησίμβροτος
- μελησίμβροτος, -ον1 dear to men “ἀστέων ῥίζαν φυτεύσεσθαι μελησίμβροτον” (pr.: -βρότων coni. Barrett, Hermes, 1954, 435̆{1}) P. 4.15
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
μελησίμβροτος — μελησίμβροτος, ον (Α) 1. αυτός που προκαλεί το ενδιαφέρον και την αγάπη τών ανθρώπων 2. αυτός που τιμάται από τους ανθρώπους. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλησις + μβροτος (< βροτός «θνητός» < αμάρτυρο *μροτός) σύνθετο τού τύπου τερψίμβροτος*] … Dictionary of Greek
μελησίμβροτον — μελησίμβροτος an object of care masc/fem acc sg μελησίμβροτος an object of care neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελησιμβρότων — μελησίμβροτος an object of care masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βροτός — βροτός, όν (AM) ως ουσ. θνητός, άνθρωπος (σε αντίθεση με τους αθανάτους ή τον θεό) αρχ. ως επίθ. «βροτός ανήρ» άνθρωπος θνητός και όχι θεός. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. απαντά ήδη στον Όμηρο (πρβλ. και άμβροτος). Πρόκειται για αιολικό τ. αντί του *βρατός <… … Dictionary of Greek